- διαβλητικός
- -ή, -ό (AM διαβλητικός, -ή, -όν)1. αυτός που διαβάλλει, ο συκοφαντικός2. αυτός μέσω τού οποίου γίνεται η διαβολή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διαβλητικός — art of calumny masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβλητικός — ή, ό αυτός που μπορεί να διαβάλει, να συκοφαντήσει: Δε θέλω διαβλητικούς χαρακτήρες στην παρέα μας! … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαβλητικόν — διαβλητικός art of calumny masc acc sg διαβλητικός art of calumny neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβλητική — διαβλητικός art of calumny fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβλητικῶς — διαβλητικός art of calumny adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβλητικῆι — διαβλητικῇ , διαβλητικός art of calumny fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)